αειμακάριστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αειμακάριστος | η | αειμακάριστη | το | αειμακάριστο |
| γενική | του | αειμακάριστου | της | αειμακάριστης | του | αειμακάριστου |
| αιτιατική | τον | αειμακάριστο | την | αειμακάριστη | το | αειμακάριστο |
| κλητική | αειμακάριστε | αειμακάριστη | αειμακάριστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αειμακάριστοι | οι | αειμακάριστες | τα | αειμακάριστα |
| γενική | των | αειμακάριστων | των | αειμακάριστων | των | αειμακάριστων |
| αιτιατική | τους | αειμακάριστους | τις | αειμακάριστες | τα | αειμακάριστα |
| κλητική | αειμακάριστοι | αειμακάριστες | αειμακάριστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
αειμακάριστος, -η, -ο
Συγγενικά
Μεταφράσεις
αειμακάριστος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.