παμμακάριστος
Νέα ελληνικά (el)
Επίθετο
παμμακάριστος θηλυκό
- (χριστιανισμός) προσωνυμία και επίκληση της Θεοτόκου
- ονομασία ιδρυμάτων: Παμμακάριστος
Συγγενικά
- αειμακάριστος
- αξιομακάριστος
- Θεομακάριστος
- παμμάκαρ
Μεταφράσεις
παμμακάριστος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.