παμμακάριστος

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

παμμακάριστος < παν + μακαρίζω

Επίθετο

παμμακάριστος θηλυκό

  1. (χριστιανισμός) προσωνυμία και επίκληση της Θεοτόκου
  2. ονομασία ιδρυμάτων: Παμμακάριστος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.