αδιαβατικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αδιαβατικός | η | αδιαβατική | το | αδιαβατικό |
| γενική | του | αδιαβατικού | της | αδιαβατικής | του | αδιαβατικού |
| αιτιατική | τον | αδιαβατικό | την | αδιαβατική | το | αδιαβατικό |
| κλητική | αδιαβατικέ | αδιαβατική | αδιαβατικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αδιαβατικοί | οι | αδιαβατικές | τα | αδιαβατικά |
| γενική | των | αδιαβατικών | των | αδιαβατικών | των | αδιαβατικών |
| αιτιατική | τους | αδιαβατικούς | τις | αδιαβατικές | τα | αδιαβατικά |
| κλητική | αδιαβατικοί | αδιαβατικές | αδιαβατικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αδιαβατικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
αδιαβατικός, -ή, -ό
- (φυσική) λέγεται για μεταβολές αερίων (συμπίεση, εκτόνωση) που συμβαίνουν χωρίς ανταλλαγή θερμότητας με το περιβάλλον
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.