αδηλητηρίαστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αδηλητηρίαστος | η | αδηλητηρίαστη | το | αδηλητηρίαστο |
| γενική | του | αδηλητηρίαστου | της | αδηλητηρίαστης | του | αδηλητηρίαστου |
| αιτιατική | τον | αδηλητηρίαστο | την | αδηλητηρίαστη | το | αδηλητηρίαστο |
| κλητική | αδηλητηρίαστε | αδηλητηρίαστη | αδηλητηρίαστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αδηλητηρίαστοι | οι | αδηλητηρίαστες | τα | αδηλητηρίαστα |
| γενική | των | αδηλητηρίαστων | των | αδηλητηρίαστων | των | αδηλητηρίαστων |
| αιτιατική | τους | αδηλητηρίαστους | τις | αδηλητηρίαστες | τα | αδηλητηρίαστα |
| κλητική | αδηλητηρίαστοι | αδηλητηρίαστες | αδηλητηρίαστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αδηλητηρίαστος < α- στερητικό + δηλητηριάζω
Επίθετο
αδηλητηρίαστος, -η, -ο
- που δεν έχει δηλητηριαστεί, που δεν περιέχει δηλητήριο
- Ο τύραννος ήθελε να βεβαιωθεί ότι το φαγητό του ήταν αδηλητηρίαστο
- (μεταφορικά) που δεν έχει πικραθεί, δεν έχει υποστεί στενάχωρες καταστάσεις
- Η σχέση μας παραμένει τόσα χρόνια αδηλητηρίαστη
Συνώνυμα
- αφαρμάκωτος
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.