ἀδερφός
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- ἀδερφός < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἀδερφός < αρχαία ελληνική ἀδελφός με τροπή [l] > [r] πριν από σύμφωνο [1]
Αναφορές
- αδερφός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἀδερφός | οἱ | ἀδερφοί | ||||
| γενική | τοῦ | ἀδερφοῦ | τῶν | ἀδερφῶν | ||||
| δοτική | τῷ | ἀδερφῷ | τοῖς | ἀδερφοῖς | ||||
| αιτιατική | τὸν | ἀδερφόν | τοὺς | ἀδερφούς | ||||
| κλητική ὦ! | ἀδερφέ | ἀδερφοί | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀδερφώ | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀδερφοῖν | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- ἀδερφός (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἀδελφός με τροπή [l] > [r] πριν από σύμφωνο [1]
Ουσιαστικό
ἀδερφός αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
Πηγές
- ἀδερφός, δείτε το DGE στο ἀδελφός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- αδερφός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.