ἀδερφός

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

ἀδερφός < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἀδερφός < αρχαία ελληνική ἀδελφός με τροπή [l] > [r] πριν από σύμφωνο [1]

Ουσιαστικό

ἀδερφός αρσενικό

Αναφορές



Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται επιμέλεια και έλεγχο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού.

Για έλεγχο. grc.



Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀδερφός οἱ ἀδερφοί
      γενική τοῦ ἀδερφοῦ τῶν ἀδερφῶν
      δοτική τῷ ἀδερφ τοῖς ἀδερφοῖς
    αιτιατική τὸν ἀδερφόν τοὺς ἀδερφούς
     κλητική ! ἀδερφέ ἀδερφοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀδερφώ
γεν-δοτ τοῖν  ἀδερφοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἀδερφός (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἀδελφός με τροπή [l] > [r] πριν από σύμφωνο [1]

Ουσιαστικό

ἀδερφός αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

  • (οικογένεια) άλλη μορφή του ἀδελφός: o αδερφός
    JRCil.2.p.228 - Bean, G.E. & Mitford, T.B., Journeys in Rough Cilicia

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.