ξαδέρφη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ξαδέρφη οι ξαδέρφες
& ξαδερφάδες
      γενική της ξαδέρφης των
& ξαδερφάδων
    αιτιατική την ξαδέρφη τις ξαδέρφες
& ξαδερφάδες
     κλητική ξαδέρφη
& ξαδερφάδες
Ο δεύτερος πληθυντικός,λαϊκότροπος.
Συγκρίνετε τη γενική πληθυντικού με το ξάδερφος.
όπως «νύφη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξαδέρφη < θηλυκό του ξάδερφος < ξ- (< εξ-), ελληνιστική κοινή ἐξαδέλφη[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ksaˈðeɾ.fi/
ομόηχο: ξαδέρφι

Ουσιαστικό

ξαδέρφη θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε ξάδερφος

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.