ξαδέρφη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ξαδέρφη | οι | ξαδέρφες & ξαδερφάδες |
| γενική | της | ξαδέρφης | των | — & ξαδερφάδων |
| αιτιατική | την | ξαδέρφη | τις | ξαδέρφες & ξαδερφάδες |
| κλητική | ξαδέρφη | & ξαδερφάδες | ||
| Ο δεύτερος πληθυντικός,λαϊκότροπος. Συγκρίνετε τη γενική πληθυντικού με το ξάδερφος. | ||||
| όπως «νύφη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε ξάδερφος
ξαδέρφη
|
Αναφορές
- ξάδερφος, ξαδέρφη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.