αδελφικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αδελφικότητα οι αδελφικότητες
      γενική της αδελφικότητας των αδελφικοτήτων
    αιτιατική την αδελφικότητα τις αδελφικότητες
     κλητική αδελφικότητα αδελφικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αδελφικότητα < (καθαρεύουσα) ἀδελφικότης, αδελφικ(ός) + -ότητα[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ðel.fiˈko.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αδελφικότητα

Ουσιαστικό

αδελφικότητα και αδερφικότητα θηλυκό

  1. αίσθημα αλληλεγγύης μεταξύ αδερφιών
  2. (κατ’ επέκταση) το ίδιο αίσθημα, ανάμεσα σε στενούς φίλους

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.