αδελφοσύνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αδελφοσύνη οι αδελφοσύνες
      γενική της αδελφοσύνης των (αδελφοσυνών)
    αιτιατική την αδελφοσύνη τις αδελφοσύνες
     κλητική αδελφοσύνη αδελφοσύνες
Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αδελφοσύνη < μεσαιωνική ελληνική ἀδελφοσύνη (αδελφοποίηση) < ἀδελφ(ός) + -οσύνη & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική fraternité.[1] Δείτε και αδερφοσύνη

Ουσιαστικό

αδελφοσύνη θηλυκό

  • η κατάσταση κατά την οποία δύο ή περισσότεροι άνθρωποι νιώθουν μεταξύ τους σα να είναι αδέρφια

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.