méfait
Γαλλικά
(fr)
ενικός
πληθυντικός
méfait
méfaits
Ουσιαστικό
méfait
(fr)
αρσενικό
κακή
πράξη
που
ζημιώνει
κάποιον, το
αδίκημα
(
κατ’ επέκταση
)
οτιδήποτε μπορεί να έχει
βλαβερές
συνέπειες
les
méfaits
du tabac de la télévision - οι
κακές συνέπειες
του καπνού / της τηλεόρασης
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.