ἄδικος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἄδικος | τὸ | ἄδικον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ἀδίκου | τοῦ | ἀδίκου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ἀδίκῳ | τῷ | ἀδίκῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἄδικον | τὸ | ἄδικον | ||
| κλητική ὦ! | ἄδικε | ἄδικον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἄδικοι | τὰ | ἄδικᾰ | ||
| γενική | τῶν | ἀδίκων | τῶν | ἀδίκων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀδίκοις | τοῖς | ἀδίκοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀδίκους | τὰ | ἄδικᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ἄδικοι | ἄδικᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀδίκω | τὼ | ἀδίκω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀδίκοιν | τοῖν | ἀδίκοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ἄδικος, -ος, -ον, συγκριτικός : ἀδικώτερος, υπερθετικός : ἀδικώτατος
- που αδικεί
- που είναι άδικος, κάτι που δεν είναι δίκαιο
- απείθαρχος (για άλογα κ.λπ.)
- βλαβερός
Εκφράσεις
- ἄδικος ἡμέρα : η μέρα κατά την οποία έχουν αργία τα δικαστήρια
- ἄδικος πλοῦτος : περιουσία που αποκτήθηκε με άδικα μέσα
- ἄδικος λόγος :
- ἀδίκων χειρῶν ἄρχω : αρχίζω πρώτος κάτι αρνητικό (καβγά, διαφωνία, αδικία)
- δίκαν ἐξ ἀδίκων ἀπαιτῶ : θέλω να βρω το δίκιο μου (το δίκαιο στην αδικία που μου έκαναν)
Συγγενικά
- ἀδικέω
- ἀδίκως
- ἀδικία
- ἀδίκημα
- ἀδικητέον δει αδικείν
- ἀδικητικός
- ἀδικίου (τύπος μόνον σε γενική για έγγραφη καταγγελία)
Σύνθετα
- ἀδικοδοξέω > ἀδικοδοξία
- ἀδικόμαχος > ἀδικομαχέω > ἀδικομαχία
- ἀδικοπραγέω > ἀδικοπραγία ἀδικοπράγημα
Πηγές
- ἄδικος - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- ἄδικος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἄδικος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.