αγοραφοβικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αγοραφοβικός | η | αγοραφοβική | το | αγοραφοβικό |
| γενική | του | αγοραφοβικού | της | αγοραφοβικής | του | αγοραφοβικού |
| αιτιατική | τον | αγοραφοβικό | την | αγοραφοβική | το | αγοραφοβικό |
| κλητική | αγοραφοβικέ | αγοραφοβική | αγοραφοβικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αγοραφοβικοί | οι | αγοραφοβικές | τα | αγοραφοβικά |
| γενική | των | αγοραφοβικών | των | αγοραφοβικών | των | αγοραφοβικών |
| αιτιατική | τους | αγοραφοβικούς | τις | αγοραφοβικές | τα | αγοραφοβικά |
| κλητική | αγοραφοβικοί | αγοραφοβικές | αγοραφοβικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αγοραφοβικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική agoraphobic < agoraphobia < αρχαία ελληνική ἀγορά + φόβος
Επίθετο
αγοραφοβικός, -ή, -ο
- που έχει σχέση με την αγοραφοβία ή αναφέρεται σ’ αυτή
- αυτός που πάσχει από αγοραφοβία
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις αγοραφοβία, αγορά και φόβος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.