αγνόηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγνόηση οι αγνοήσεις
      γενική της αγνόησης* των αγνοήσεων
    αιτιατική την αγνόηση τις αγνοήσεις
     κλητική αγνόηση αγνοήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αγνοήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αγνόηση < ελληνιστική κοινή ἀγνόησις (άγνοια) < αρχαία ελληνική ἀγνοέω / ἀγνοῶ

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈɣno.i.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγνόηση

Ουσιαστικό

αγνόηση θηλυκό

  • η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αγνοώ
      Το ξεχέρσωμα του πεδίου από την πυκνή βλάστηση αγνοήσεων, παρανοήσεων, αποκρύψεων, παραπλανήσεων, δοξασιών, μύθων κτλ. προήλθε από τον Χάγκεν Φλάισερ. (Hagen Fleischer, Η Ελλάδα ’36—’49: από τη δικτατορία στον εμφύλιο: τομές και συνέχειες, εκδ. Καστανιώτης, Αθήνα 2003, σελ. 31)

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.