αγκυλωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγκυλωμένος η αγκυλωμένη το αγκυλωμένο
      γενική του αγκυλωμένου της αγκυλωμένης του αγκυλωμένου
    αιτιατική τον αγκυλωμένο την αγκυλωμένη το αγκυλωμένο
     κλητική αγκυλωμένε αγκυλωμένη αγκυλωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγκυλωμένοι οι αγκυλωμένες τα αγκυλωμένα
      γενική των αγκυλωμένων των αγκυλωμένων των αγκυλωμένων
    αιτιατική τους αγκυλωμένους τις αγκυλωμένες τα αγκυλωμένα
     κλητική αγκυλωμένοι αγκυλωμένες αγκυλωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αγκυλωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αγκυλώνω

Μετοχή

αγκυλωμένος, -η, -ο

  1. που πάσχει από αγκύλωση
    αγκυλωμένη άρθρωση
  2. (μεταφορικά)
    αγκυλωμένος λόγος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.