αγιωτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αγιωτικός | η | αγιωτική | το | αγιωτικό |
| γενική | του | αγιωτικού | της | αγιωτικής | του | αγιωτικού |
| αιτιατική | τον | αγιωτικό | την | αγιωτική | το | αγιωτικό |
| κλητική | αγιωτικέ | αγιωτική | αγιωτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αγιωτικοί | οι | αγιωτικές | τα | αγιωτικά |
| γενική | των | αγιωτικών | των | αγιωτικών | των | αγιωτικών |
| αιτιατική | τους | αγιωτικούς | τις | αγιωτικές | τα | αγιωτικά |
| κλητική | αγιωτικοί | αγιωτικές | αγιωτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αγιωτικός < άγιος+ παραγ. κατάλ. -τικός
Επίθετο
αγιωτικός, -ή, -ό
Μεταφράσεις
αγιωτικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.