αγιοσύνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγιοσύνη οι αγιοσύνες
      γενική της αγιοσύνης των (αγιοσυνών)
    αιτιατική την αγιοσύνη τις αγιοσύνες
     κλητική αγιοσύνη αγιοσύνες
Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αγιοσύνη < (ελληνιστική κοινή) ἁγιωσύνη, μορφολογικά αναλύεται άγι(ος) + -οσύνη

Ουσιαστικό

αγιοσύνη θηλυκό

  1. η ιδιότητα του αγίου, η αγιότητα
  2. (προσφώνηση) ως προσφώνηση για ιερωμένους
    η αγιοσύνη σας μας τιμά με την παρουσία της

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.