αγιωτικά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | αγιωτικά | ||
| γενική | των | αγιωτικών | ||
| αιτιατική | τα | αγιωτικά | ||
| κλητική | αγιωτικά | |||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αγιωτικά, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αγιωτικός στον πληθυντικό
Ουσιαστικό
αγιωτικά ουδέτερο στον πληθυντικό
- οτιδήποτε σχετίζεται με τη θρησκεία
- θεραπευτικά μέσα διαφόρων ασθενειών με τη χρησιμοποίηση θεραπευτικών τελετών, όπως οι παρακλήσεις, οι αγιασμοί, οι εξορκισμοί, ή αντικειμένων, όπως το κάπνισμα με αγιασμένα φύλλα ελιάς ή με άνθη του επιταφίου ( αγιολούλουδα)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
αγιωτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (αγιωτικό) του αγιωτικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.