αγιότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αγιότητα | οι | αγιότητες |
| γενική | της | αγιότητας | των | αγιοτήτων |
| αιτιατική | την | αγιότητα | τις | αγιότητες |
| κλητική | αγιότητα | αγιότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αγιότητα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἁγιότης < ἅγιος
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ʝiˈo.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γι‐ό‐τη‐τα
Ουσιαστικό
αγιότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του αγίου
- (προσφώνηση) τιμητικός τρόπος προσφώνησης για ανώτερους κληρικούς
- παρακαλώ την Αγιότητά σας ...
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.