επιτάφιος

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

επιτάφιος < αρχαία ελληνική ἐπιτάφιος

Επίθετο

επιτάφιος

  1. που βρίσκεται πάνω σε τάφο
    συνηθίζεται να αναγράφεται στις επιτάφιες πλάκες η ηλικία του νεκρού
  2. που αναφέρεται σε κάτι που γίνεται πάνω από τάφο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.