αγιολούλουδο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αγιολούλουδο | τα | αγιολούλουδα |
| γενική | του | αγιολούλουδου | των | αγιολούλουδων |
| αιτιατική | το | αγιολούλουδο | τα | αγιολούλουδα |
| κλητική | αγιολούλουδο | αγιολούλουδα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αγιολούλουδο ουδέτερο
- αγιασμένο λουλούδι από τον επιτάφιο ή από εικόνα αγίου, που συνήθως το καίνε και καπνίζουν τον άρρωστο πιστεύοντας ότι έχει θεραπευτικές ιδιότητες
- (βοτανική) κοινή ονομασία του είδους Matricaria chamomilla του γένους Ματρικαρία της οικογένειας των Συνθέτων (Compositae). Άλλες κοινές ονομασίες του ίδιου φυτού είναι χαμομήλι, σταυρολούλουδο, αρμένι
Μεταφράσεις
αγιολούλουδο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.