αγιοποιημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αγιοποιημένος | η | αγιοποιημένη | το | αγιοποιημένο |
| γενική | του | αγιοποιημένου | της | αγιοποιημένης | του | αγιοποιημένου |
| αιτιατική | τον | αγιοποιημένο | την | αγιοποιημένη | το | αγιοποιημένο |
| κλητική | αγιοποιημένε | αγιοποιημένη | αγιοποιημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αγιοποιημένοι | οι | αγιοποιημένες | τα | αγιοποιημένα |
| γενική | των | αγιοποιημένων | των | αγιοποιημένων | των | αγιοποιημένων |
| αιτιατική | τους | αγιοποιημένους | τις | αγιοποιημένες | τα | αγιοποιημένα |
| κλητική | αγιοποιημένοι | αγιοποιημένες | αγιοποιημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αγιοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αγιοποιώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.