αγιοποιώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αγιοποιώ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἁγιοποιῶ [1] / ἁγιοποιέω Συγχρονικά αναλύεται σε αγιο- + -ποιώ

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ʝi.o.piˈo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγιοποι

Ρήμα

αγιοποιώ, αόρ.: αγιοποίησα, παθ.φωνή: αγιοποιούμαι, π.αόρ.: αγιοποιήθηκα, μτχ.π.π.: αγιοποιημένος

  • (χριστιανισμός) ανακηρύσσω κάποιον άγιο

Συγγενικά

Κλίση

  • Παθητική φωνή λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.