αγγλοσαξονικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγγλοσαξονικός η αγγλοσαξονική το αγγλοσαξονικό
      γενική του αγγλοσαξονικού της αγγλοσαξονικής του αγγλοσαξονικού
    αιτιατική τον αγγλοσαξονικό την αγγλοσαξονική το αγγλοσαξονικό
     κλητική αγγλοσαξονικέ αγγλοσαξονική αγγλοσαξονικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγγλοσαξονικοί οι αγγλοσαξονικές τα αγγλοσαξονικά
      γενική των αγγλοσαξονικών των αγγλοσαξονικών των αγγλοσαξονικών
    αιτιατική τους αγγλοσαξονικούς τις αγγλοσαξονικές τα αγγλοσαξονικά
     κλητική αγγλοσαξονικοί αγγλοσαξονικές αγγλοσαξονικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αγγλοσαξονικός < Αγγλοσάξον(ας) + -ικός

Προφορά

ΔΦΑ : /aŋ.ɡlo.sa.kso.niˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγγλοσαξονικός

Επίθετο

αγγλοσαξονικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.