αγγελούδι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αγγελούδι τα αγγελούδια
      γενική του αγγελουδιού των αγγελουδιών
    αιτιατική το αγγελούδι τα αγγελούδια
     κλητική αγγελούδι αγγελούδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αγγελούδι < άγγελ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -ούδι

Ουσιαστικό

αγγελούδι ουδέτερο

  1. μικρός άγγελος
  2. (μεταφορικά) όμορφο μωρό
  3. (μεταφορικά) ήρεμο παιδί
  4. (κατ’ επέκταση) το μικρό παιδί
    κοιμήσου αγγελούδι μου... (νανούρισμα)
  5. (μεταφορικά) το μεγάλο παιδί (ο ενήλικος) που φέρεται εξαιρετικά βολικά και θετικά
    Σαν αγγελούδι είσαι σήμερα. Τι μου κρυβεις;

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.