αγγελούδι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αγγελούδι | τα | αγγελούδια |
| γενική | του | αγγελουδιού | των | αγγελουδιών |
| αιτιατική | το | αγγελούδι | τα | αγγελούδια |
| κλητική | αγγελούδι | αγγελούδια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αγγελούδι < άγγελ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -ούδι
Ουσιαστικό
αγγελούδι ουδέτερο
- μικρός άγγελος
- (μεταφορικά) όμορφο μωρό
- (μεταφορικά) ήρεμο παιδί
- (κατ’ επέκταση) το μικρό παιδί
- κοιμήσου αγγελούδι μου... (νανούρισμα)
- (μεταφορικά) το μεγάλο παιδί (ο ενήλικος) που φέρεται εξαιρετικά βολικά και θετικά
- Σαν αγγελούδι είσαι σήμερα. Τι μου κρυβεις;
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.