ἀγγελιαφόρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἀγγελιαφόρος | τὸ | ἀγγελιαφόρον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ἀγγελιαφόρου | τοῦ | ἀγγελιαφόρου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ἀγγελιαφόρῳ | τῷ | ἀγγελιαφόρῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἀγγελιαφόρον | τὸ | ἀγγελιαφόρον | ||
| κλητική ὦ! | ἀγγελιαφόρε | ἀγγελιαφόρον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἀγγελιαφόροι | τὰ | ἀγγελιαφόρᾰ | ||
| γενική | τῶν | ἀγγελιαφόρων | τῶν | ἀγγελιαφόρων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀγγελιαφόροις | τοῖς | ἀγγελιαφόροις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀγγελιαφόρους | τὰ | ἀγγελιαφόρᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ἀγγελιαφόροι | ἀγγελιαφόρᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀγγελιαφόρω | τὼ | ἀγγελιαφόρω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀγγελιαφόροιν | τοῖν | ἀγγελιαφόροιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ἀγγελιαφόρος, -ος, -ον
- (επάγγελμα) αυτός που μεταφέρει, κομίζει αγγελίες, μηνύματα
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.