αγγειομυολίπωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αγγειομυολίπωμα | τα | αγγειομυολιπώματα |
| γενική | του | αγγειομυολιπώματος | των | αγγειομυολιπωμάτων |
| αιτιατική | το | αγγειομυολίπωμα | τα | αγγειομυολιπώματα |
| κλητική | αγγειομυολίπωμα | αγγειομυολιπώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αγγειομυολίπωμα ουδέτερο
Συγγενικά
- αγγειολίπωμα
- → δείτε τις λέξεις αγγείο, μυς και λίπωμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.