αγγειολίπωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αγγειολίπωμα τα αγγειολιπώματα
      γενική του αγγειολιπώματος των αγγειολιπωμάτων
    αιτιατική το αγγειολίπωμα τα αγγειολιπώματα
     κλητική αγγειολίπωμα αγγειολιπώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αγγειολίπωμα < αγγείο + -ο- + λίπωμα

Ουσιαστικό

αγγειολίπωμα ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.