χαζούλης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | χαζούλης | οι | χαζούληδες |
| γενική | του | χαζούλη | των | χαζούληδων |
| αιτιατική | τον | χαζούλη | τους | χαζούληδες |
| κλητική | χαζούλη | χαζούληδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χαζούλης < χαζ(ός) + υποκοριστικό επίθημα -ούλης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.