ἀγενής
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ἀγενεσ- | ||||||
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἀγενής | τὸ | ἀγενές | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ἀγενοῦς | τοῦ | ἀγενοῦς | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ἀγενεῖ | τῷ | ἀγενεῖ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἀγενῆ | τὸ | ἀγενές | ||
| κλητική ὦ! | ἀγενές | ἀγενές | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἀγενεῖς | τὰ | ἀγενῆ | ||
| γενική | τῶν | ἀγενῶν | τῶν | ἀγενῶν | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀγενέσῐ(ν) | τοῖς | ἀγενέσῐ(ν) | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀγενεῖς | τὰ | ἀγενῆ | ||
| κλητική ὦ! | ἀγενεῖς | ἀγενῆ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀγενεῖ | τὼ | ἀγενεῖ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀγενοῖν | τοῖν | ἀγενοῖν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ἀγενής, -ής, -ές
Συνώνυμα
- ἀγεννής
- ἀγέννητος
Παράγωγα
- ἀγένεια
(Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
- ἀγενής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀγενής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.