αβυσσαλέος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αβυσσαλέος | η | αβυσσαλέα | το | αβυσσαλέο |
| γενική | του | αβυσσαλέου | της | αβυσσαλέας | του | αβυσσαλέου |
| αιτιατική | τον | αβυσσαλέο | την | αβυσσαλέα | το | αβυσσαλέο |
| κλητική | αβυσσαλέε | αβυσσαλέα | αβυσσαλέο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αβυσσαλέοι | οι | αβυσσαλέες | τα | αβυσσαλέα |
| γενική | των | αβυσσαλέων | των | αβυσσαλέων | των | αβυσσαλέων |
| αιτιατική | τους | αβυσσαλέους | τις | αβυσσαλέες | τα | αβυσσαλέα |
| κλητική | αβυσσαλέοι | αβυσσαλέες | αβυσσαλέα | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.vi.saˈle.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βυσ‐σα‐λέ‐ος
Επίθετο
αβυσσαλέος, -α, -ο
- που έχει μεγάλο βάθος, κρημνώδης, βαραθρώδης
- ↪ αβυσσαλέο χάσμα
- ※ Φοράει ένα στενό, πράσινο φόρεμα με αβυσσαλέο ντεκολτέ που θα ανάγκαζε χωρίς δεύτερη σκέψη τον Οδυσσέα να κάνει ακόμα μια μακροχρόνια παρέκκλιση στο ταξίδι της επιστροφής προς την Ιθάκη. (Γρηγόρης Αζαριάδης, Παραπλάνηση, εκδ. Μεταίχμιο, 2020)
- (μεταφορικά) υπερβολικά μεγάλος
- ↪ αβυσσαλέο μίσος
- καταχθόνιος, ανεξιχνίαστος
- ↪ είναι άνθρωποι με αβυσσαλέα αισθήματα
Συγγενικά
Αναφορές
- αβυσσαλέος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.