uncertainty

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
uncertainty uncertainties

Ετυμολογία

uncertainty < un- + certainty ή uncertain + -ty

Ουσιαστικό

uncertainty (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η αβεβαιότητα, η ανασφάλεια, η ιδιότητα του αβέβαιου
    I have uncertainty about the future.
    Έχω αβεβαιότητα για το μέλλον.
    The daily uncertainty about tomorrow is wearing us out mentally.
    Μας φθείρει ψυχικά η καθημερινή αβεβαιότητα για το αύριο.
    Uncertainty about my future worries me.
    Η ανασφάλεια σχετικά με το μέλλον μου με ανησυχεί.
  2. ο κίνδυνος, η ανασφάλεια, κάτι για το οποίο δεν μπορώ να είμαι σίγουρος· μια κατάσταση που με κάνει να μην είμαι ή να αισθάνομαι σίγουρος
    the uncertainties of a profession - οι κίνδυνοι ενός επαγγέλματος
    The uncertainties we’re facing in our economy are many.
    Οι ανασφάλειες που αντιμετωπίζουμε στην οικονομία μας είναι πολλές.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.