ἀβεβαιότης

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀβεβαιότης < αρχαία ελληνική ἀ- στερητικό + βεβαιότης

Ουσιαστικό

ἀβεβαιότης θηλυκό (γενική, της ἀβεβαιότητος)
  1. αστάθεια, ακαταστασία
  2. στη νεοελληνική: έλλειψη βεβαιότητας, αμφιβολία, ασάφεια, αοριστία
* η αβεβαιότητα στην πολυτονική γραφή και ως τύπος της καθαρεύουσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.