αβγατισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αβγατισμένος | η | αβγατισμένη | το | αβγατισμένο |
| γενική | του | αβγατισμένου | της | αβγατισμένης | του | αβγατισμένου |
| αιτιατική | τον | αβγατισμένο | την | αβγατισμένη | το | αβγατισμένο |
| κλητική | αβγατισμένε | αβγατισμένη | αβγατισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αβγατισμένοι | οι | αβγατισμένες | τα | αβγατισμένα |
| γενική | των | αβγατισμένων | των | αβγατισμένων | των | αβγατισμένων |
| αιτιατική | τους | αβγατισμένους | τις | αβγατισμένες | τα | αβγατισμένα |
| κλητική | αβγατισμένοι | αβγατισμένες | αβγατισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μετοχή
αβγατισμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αβγατίζω: που έχει αυξηθεί, πολλαπλασιαστεί
Μεταφράσεις
αβγατισμένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.