αβασάνιστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αβασάνιστος η αβασάνιστη το αβασάνιστο
      γενική του αβασάνιστου της αβασάνιστης του αβασάνιστου
    αιτιατική τον αβασάνιστο την αβασάνιστη το αβασάνιστο
     κλητική αβασάνιστε αβασάνιστη αβασάνιστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αβασάνιστοι οι αβασάνιστες τα αβασάνιστα
      γενική των αβασάνιστων των αβασάνιστων των αβασάνιστων
    αιτιατική τους αβασάνιστους τις αβασάνιστες τα αβασάνιστα
     κλητική αβασάνιστοι αβασάνιστες αβασάνιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αβασάνιστος < αρχαία ελληνική ἀβασάνιστος < ἀ- + βασανίζω

Επίθετο

αβασάνιστος -η -ο

  1. που δεν έχει βασανιστεί, που δεν έχει υποστεί βασανιστήρια
  2. που δεν έχει υποστεί τη βάσανο της λογικής, δεν ελεγχθεί από το νου, επιπόλαιος

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.