αβασάνιστα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αβασάνιστα < αβασάνιστ(ος) +

Επίρρημα

αβασάνιστα (τροπικό επίρρημα)

  1. χωρίς ταλαιπωρίες και βάσανα
  2. πρόχειρα, επιπόλαια, χωρίς επαρκή σκέψη και προετοιμασία

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

αβασάνιστα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.