αβασάνιστα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αβασάνιστα < αβασάνιστ(ος) + -α
Επίρρημα
αβασάνιστα (τροπικό επίρρημα)
- χωρίς ταλαιπωρίες και βάσανα
- πρόχειρα, επιπόλαια, χωρίς επαρκή σκέψη και προετοιμασία
Μεταφράσεις
πρόχειρα, επιπόλαια
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
αβασάνιστα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αβασάνιστος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.