αβέρτος

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αβέρτος < (άμεσο δάνειο) βενετική averto

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈveɾ.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αβέρτος

Επίθετο

αβέρτος

  1. ανοιχτός, ακάλυπτος, αφύλακτος
    άφησε το σπίτι αβέρτο
  2. απλωμένος, αναπεπταμένος
    τα πανιά του ιστιοπλοϊκού είναι αβέρτα
  3. ευρύχωρος
    αβέρτο μαγαζί
  4. ξεκάθαρος, ειλικρινής, ευθύς, ντόμπρος
    αυτός μιλάει αβέρτα
  5. ευπροσήγορος, ανοιχτόκαρδος
    αβέρτος άνθρωπος, χρυσή καρδιά

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.