αναπεπταμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αναπεπταμένος | η | αναπεπταμένη | το | αναπεπταμένο |
| γενική | του | αναπεπταμένου | της | αναπεπταμένης | του | αναπεπταμένου |
| αιτιατική | τον | αναπεπταμένο | την | αναπεπταμένη | το | αναπεπταμένο |
| κλητική | αναπεπταμένε | αναπεπταμένη | αναπεπταμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αναπεπταμένοι | οι | αναπεπταμένες | τα | αναπεπταμένα |
| γενική | των | αναπεπταμένων | των | αναπεπταμένων | των | αναπεπταμένων |
| αιτιατική | τους | αναπεπταμένους | τις | αναπεπταμένες | τα | αναπεπταμένα |
| κλητική | αναπεπταμένοι | αναπεπταμένες | αναπεπταμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αναπεπταμένος < αρχαία ελληνική ἀναπεπταμένος, μετοχή παρακειμένου του ρήματος ἀναπετάννυμι (σήμαινε ανοίγω, απλώνω)
Μετοχή
αναπεπταμένος
- ανοιχτός, ανοιγμένος, εκτεταμένος (όρος που χρησιμοποιείται σχετικά σπάνια, κυρίως στην ιστιοπλοΐα, στην γεωγραφία, στη στρατιωτική ορολογία και στην αεροπλοΐα)
- αναπεπταμένα ιστία (ανοιχτά πανιά σε ιστιοφόρο)
- αναπεπταμένο πεδίο, αναπεπταμένο έδαφος (περιοχή ανοιχτή, μεγάλη πεδιάδα, που απαιτούσε ειδικούς ελιγμούς στις μάχες των περασμένων αιώνων)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.