αβερτοσύνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αβερτοσύνη | οι | αβερτοσύνες |
| γενική | της | αβερτοσύνης | των | (αβερτοσυνών) |
| αιτιατική | την | αβερτοσύνη | τις | αβερτοσύνες |
| κλητική | αβερτοσύνη | αβερτοσύνες | ||
| Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αβερτοσύνη < αβέρτος + -οσύνη
Ουσιαστικό
αβερτοσύνη θηλυκό
- η απλοχεριά, η γενναιοδωρία
- η απλοχωριά, η άνεση να κινηθείς σε έναν ανοιχτό χώρο (ή χωρίς χρονικούς περιορισμούς)
- H Σύρα η Kάτω, η Eρμούπολις, ήταν πιο ωραία από την Aπάνω διότι είχε πιο αβέρτα, πιο αβερτοσύνη (από τη βιογραφία του Μάρκου Βαμβακάρη)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.