ἀβάπτιστος
Αρχαία ελληνικά (grc)
Επίθετο
ἀβάπτιστος, -ος, -ον
- αυτός που δεν έχει βραχεί, δεν έχει μπει μέσα σε νερό, αλλά και ο ἀβύθιστος
- αυτός που δεν έχει εμποτιστεί με υγρό
- ελληνιστική αυτός που δεν έχει βαπτιστεί, ο αβάπτιστος
Παράγωγα
- * ἀβαπτισία
Αντώνυμα
- * βαπτισμένος
- * εμβαπτισμένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.