αίγα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αίγα | οι | αίγες |
| γενική | της | αίγας | των | αιγών |
| αιτιατική | την | αίγα | τις | αίγες |
| κλητική | αίγα | αίγες | ||
| Δείτε και την αρχαία κλίση «αἴξ». | ||||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αίγα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική αἴγα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική αἴξ από την αιτιατική «τὴν αἶγα» [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈe.ɣa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αί‐γα
Συγγενικά
- αιγο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα αιγο- στο Βικιλεξικό
- αρχαία ελληνική αἴξ
Μεταφράσεις
αίγα
|
→ δείτε τη λέξη κατσίκα |
Αναφορές
- αίγα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.