αἴγα

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία 1

αἴγα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική αἴξ από την αιτιατική «τὴν αἶγα» [1][2]

Ουσιαστικό

αἴγα θηλυκό

Ετυμολογία 2

αἴγα < περικοπή του αιγόκλημα < ἔγια [3]

Ουσιαστικό

αἴγα θηλυκό

Συγγενικά
  • ἐγιέλαιον
  • ἐγιοζούλαπον

Αναφορές

  1. αίγα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. αἴγα - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία.  Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας., Τόμος 1ος, σελ. 120
  3. αἴγα -  Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.