εντάξεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

εντάξεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εντάσσω
  2. θα εντάξεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εντάσσω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

εντάξεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ένταξη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.