έμφρων
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | έμφρων | η | έμφρων | το | έμφρον |
| γενική | του | έμφρονος & έμφρονα1 |
της | έμφρονος | του | έμφρονος |
| αιτιατική | τον | έμφρονα | την | έμφρονα | το | έμφρον |
| κλητική | έμφρων | έμφρων | έμφρον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | έμφρονες | οι | έμφρονες | τα | έμφρονα |
| γενική | των | εμφρόνων | των | εμφρόνων | των | εμφρόνων |
| αιτιατική | τους | έμφρονες | τις | έμφρονες | τα | έμφρονα |
| κλητική | έμφρονες | έμφρονες | έμφρονα | |||
| 1 νεότερος τύπος | ||||||
| ομάδα '-ων-ονας', Κατηγορία όπως «αιδήμων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- έμφρων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔμφρων
- έκφρων
- Άνθρωπος ο σοφός (έμφρων άνθρωπος)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.