ελλείψει

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ελλείψει < ἐλλείψει, δοτική του ἔλλειψις < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική par manque de < par manque de[1]

Επίρρημα

ελλείψει

  • εν τη απουσία, ἐν τῇ ἀπουσίᾳ

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.