mode
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| mode | modes |
Ουσιαστικό
mode (en)
- ο τρόπος, η μέθοδος
- camera in night mode : κάμερα σε νυχτερινή λειτουργία
- in (something) mode: σε (τάδε) λειτουργία/επιλογή
- η μόδα
- (πληροφορική) ρύθμιση, προσαρμογή, κατάσταση (τρόπος) λειτουργίας, ρύθμιση όπου η λειτουργικότητα (functionality) προγράμματος ή συσκευής, προσαρμόζεται στα πλαίσια κάποιου σκοπού
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ⓘ
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.