έγκλεισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | έγκλεισμα | τα | εγκλείσματα |
| γενική | του | εγκλείσματος | των | εγκλεισμάτων |
| αιτιατική | το | έγκλεισμα | τα | εγκλείσματα |
| κλητική | έγκλεισμα | εγκλείσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- έγκλεισμα < εγκλείω: έγ- + κλεισ- + -μα < αρχαία ελληνική ἐγκλείω < κλείω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈeŋ.ɡli.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έ‐γκλει‐σμα
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έγ‐κλει‐σμα
Ουσιαστικό
έγκλεισμα ουδέτερο
- (γεωλογία) ξένο μικροσκοπικό σώμα σε διάφορες μορφές (στερεή, υγρή, αέρια) που έχει εγκλειστεί / εγκλωβιστεί σε κρυστάλλους ορυκτών
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.