άφτιαχτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άφτιαχτος η άφτιαχτη το άφτιαχτο
      γενική του άφτιαχτου της άφτιαχτης του άφτιαχτου
    αιτιατική τον άφτιαχτο την άφτιαχτη το άφτιαχτο
     κλητική άφτιαχτε άφτιαχτη άφτιαχτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άφτιαχτοι οι άφτιαχτες τα άφτιαχτα
      γενική των άφτιαχτων των άφτιαχτων των άφτιαχτων
    αιτιατική τους άφτιαχτους τις άφτιαχτες τα άφτιαχτα
     κλητική άφτιαχτοι άφτιαχτες άφτιαχτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

άφτιαχτος < α στερητικό και φτιαχτός

Επίθετο

άφτιαχτος

  1. που δεν έχει φτιαχτεί
    • που δεν έχει ολοκληρωθεί η κατασκευή του
    • που δεν έχει επισκευαστεί
    • που δεν είναι περιποιημένος, απεριποίητος
    • που δεν είναι συγυρισμένος, ασυγύριστος

Ταυτόσημο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.