άφκιαχτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άφκιαχτος η άφκιαχτη το άφκιαχτο
      γενική του άφκιαχτου της άφκιαχτης του άφκιαχτου
    αιτιατική τον άφκιαχτο την άφκιαχτη το άφκιαχτο
     κλητική άφκιαχτε άφκιαχτη άφκιαχτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άφκιαχτοι οι άφκιαχτες τα άφκιαχτα
      γενική των άφκιαχτων των άφκιαχτων των άφκιαχτων
    αιτιατική τους άφκιαχτους τις άφκιαχτες τα άφκιαχτα
     κλητική άφκιαχτοι άφκιαχτες άφκιαχτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

άφκιαχτος < α- στερητικό + θέμα φκιακ- (φκιάχνω) + -τος με ανομοίωση [kt > xt][1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈa.fca.xtos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: άφκιαχτος

Επίθετο

άφκιαχτος, -η, -ο

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.