άφκιαχτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | άφκιαχτος | η | άφκιαχτη | το | άφκιαχτο |
| γενική | του | άφκιαχτου | της | άφκιαχτης | του | άφκιαχτου |
| αιτιατική | τον | άφκιαχτο | την | άφκιαχτη | το | άφκιαχτο |
| κλητική | άφκιαχτε | άφκιαχτη | άφκιαχτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | άφκιαχτοι | οι | άφκιαχτες | τα | άφκιαχτα |
| γενική | των | άφκιαχτων | των | άφκιαχτων | των | άφκιαχτων |
| αιτιατική | τους | άφκιαχτους | τις | άφκιαχτες | τα | άφκιαχτα |
| κλητική | άφκιαχτοι | άφκιαχτες | άφκιαχτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈa.fca.xtos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐φκια‐χτος
Μεταφράσεις
άφκιαχτος
|
→ δείτε τη λέξη άφτιαχτος |
Αναφορές
- άφκιαχτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.