άφκιαστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | άφκιαστος | η | άφκιαστη | το | άφκιαστο |
| γενική | του | άφκιαστου | της | άφκιαστης | του | άφκιαστου |
| αιτιατική | τον | άφκιαστο | την | άφκιαστη | το | άφκιαστο |
| κλητική | άφκιαστε | άφκιαστη | άφκιαστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | άφκιαστοι | οι | άφκιαστες | τα | άφκιαστα |
| γενική | των | άφκιαστων | των | άφκιαστων | των | άφκιαστων |
| αιτιατική | τους | άφκιαστους | τις | άφκιαστες | τα | άφκιαστα |
| κλητική | άφκιαστοι | άφκιαστες | άφκιαστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
άφκιαστος, -η, -ο
Μεταφράσεις
άφκιαστος
|
Αναφορές
- άφκιαστος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.