άφιλτρος
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- άφιλτρος < πιθανόν αναδρομικός σχηματισμός από το ουδέτερο άφιλτρο (τσιγάρο) (→ δείτε παρακάτω) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | άφιλτρος | η | άφιλτρη | το | άφιλτρο |
| γενική | του | άφιλτρου | της | άφιλτρης | του | άφιλτρου |
| αιτιατική | τον | άφιλτρο | την | άφιλτρη | το | άφιλτρο |
| κλητική | άφιλτρε | άφιλτρη | άφιλτρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | άφιλτροι | οι | άφιλτρες | τα | άφιλτρα |
| γενική | των | άφιλτρων | των | άφιλτρων | των | άφιλτρων |
| αιτιατική | τους | άφιλτρους | τις | άφιλτρες | τα | άφιλτρα |
| κλητική | άφιλτροι | άφιλτρες | άφιλτρα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Σημειώσεις
- Η χρήση πέραν του ουδέτερου γένους (άφιλτρο), με θέση ουσιαστικού αναφορικά με τσιγάρα και συναφή καπνικά είδη είναι ιδιαίτερα σπάνια. Στις περιπτώσεις που χρειάζεται να αναφερθεί κάτι σχετικό με μηχανήματα, συσκευές ή εξαρτήματα που χαρακτηρίζονται -σε σχέση με άλλα, ομόλογά τους, από έλλειψη φίλτρου, προτιμάται η περίφραση «χωρίς φίλτρο» (ή «άνευ φίλτρου»).
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.