άφιλτρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το άφιλτρο τα άφιλτρα
      γενική του άφιλτρου των άφιλτρων
    αιτιατική το άφιλτρο τα άφιλτρα
     κλητική άφιλτρο άφιλτρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Πακέτα με άφιλτρα Gauloise τύπου caporal doux.

Ετυμολογία

άφιλτρο < ενδεχομένως μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική unfiltered  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

άφιλτρο ουδέτερο

  • τσιγάρο ή άλλο καπνικό είδος που δεν έχει φίλτρο
    Κάποτε κάπνιζα μόνο άφιλτρα, αλλά πλέον μου πέφτουν βαριά και τα έχω κόψει εντελώς.

Παράγωγα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.